- παρίσωμα
- το Α [παρισώ]η παρίσωσις*, η ισότητα, η ομοιότητα και ιδίως κατά την κατάταξη τών λέξεων ή τών περιόδων τού λόγου, το ομοιοτέλευτο τών περιόδων, η ομοιοκαταληξία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρισώμασι — παρίσωμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρισώμασιν — παρίσωμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρισώματα — παρίσωμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)